- κοβαλικευμα
- κοβαλίκευμακοβᾱλίκευμα-ατος (ῑ) τό проказа, проделка Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοβαλίκευμα — κοβαλίκευμα, τὸ (Α) [κοβαλικεύω] πανούργο τέχνασμα («θράσει καὶ κοβαλικεύμασιν», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
κοβαλικεύμασι — κοβᾱλικεύμασι , κοβαλίκευμα knavish trick neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοβαλικεύμασιν — κοβᾱλικεύμασιν , κοβαλίκευμα knavish trick neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)